- ἰσάργυρος
- ἰσ-άργῠρος, ον,A worth its weight in silver,
πορφυρᾶς ἰ. κηκῖδα A.Ag.959
, cf. Achae.5, Ephipp.21.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρᾶς ἰ. κηκῖδα A.Ag.959
, cf. Achae.5, Ephipp.21.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισάργυρος — ἰσάργυρος, ον (Α) αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν άργυρος, χρυσ άργυρος] … Dictionary of Greek
ἰσάργυρον — ἰσάργυρος worth its weight in silver masc/fem acc sg ἰσάργυρος worth its weight in silver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek